αρσενόφρων

αρσενόφρων
ἀρσενόφρων, ο (Α)
αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -φρων < φρήν, φρενός (πρβλ. δαΐφρων, ταλαίφρων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άρσην — βλ. άρρην. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος όρος, που χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση του αρσενικού γένους. Ο τ. απαντά ήδη από την αρχαία εποχή και στην επιστημονική ορολογία (γραμματική, βοτανική) για να δηλώσει αντιστοίχως το αρσ. γένος των ονομάτων και των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”